Μάλλον το έχει ή συλλογική μοίρα μας , ώστε τα τελευταία εκατό χρόνια οι τρείς τελευταίες επέτειοι να συντυχαίνουν με δύσκολες ή και οριακές καταστάσεις. Λογαριάστε λοιπόν ότι τα εκατόχρονα της Επανάστασης ήταν στο αποκορύφωμα της Μικρασιατικής εκστρατείας, μεταξύ οξυμμένων πολιτικών παθών μεταξύ Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών και τα εκατονπενηντάχρονα στο μέσο της επταετίας της χούντας το 1971. Είναι λοιπόν, παρά την πανδημία, ίσως η μοναδική φορά που η κοινότητα των ερευνητών της Ιστορίας και όσοι την σπουδάσαμε και τη διδάσκουμε, μπορούμε να απευθυνθούμε στο κοινό χωρίς να αναπαράγουμε τους εθνικούς μύθους που εμποδίζουν την αυτογνωσία μας ,με πολύ μικρότερο κόστος από τις προηγούμενες δύο φορές.
Σε αυτή την προσπάθεια ξεχωριστή θέση και μάλλον τη σημαντικότερη έχει το τι θα πούμε στα παιδιά μας για αυτή την τομή, για αυτό το ορόσημο στο συλλογικό μας «είναι».
Ίσως το πρώτιστο είναι να τους προτρέψουμε να στραφούν ακριβώς στους ιστορικούς.
Η χώρα μάλλον «φέρει» περισσότερη ιστορία απ’ όση είμαστε διατεθειμένοι να μελετήσουμε, πράγμα που έχει αφήσει διαχρονικά το περιθώριο σε ημιμαθείς φανατικούς ή και σε επιτήδειους με πολιτικές σκοπιμότητες να χειραγωγήσουν την ιστορική συνείδηση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό ίσως και να έχει ενταθεί στην εποχή μας, εποχή ψηφιακής αυθαιρεσίας, στην οποία επίδοξοι «τουρκοφάγοι» χρησιμοποιούν ιστορικές επιφάσεις κάνοντας κηρύγματα μίσους ή δήθεν σύγχρονοι επαναστάτες απομονώνουν επιλεκτικά περιστατικά, προχωρώντας σε βεβιασμένες γενικεύσεις, μόνο και μόνο για να κλονίσουν διαχρονικές βεβαιότητες. Για αυτούς τους λόγους, το ασφαλέστερο είναι να απευθυνθούμε στην πλούσια εκδοτική παραγωγή, ή ακόμη στις εκπομπές που φιλοξενούν πανεπιστημιακούς δασκάλους ή ερευνητές, στα πάμπολλα διαδικτυακά σεμινάρια και συζητήσεις που υπάρχουν βιντεοσκοπημένα στο διαδίκτυο με συμμετέχοντες διακεκριμένους ιστορικούς (Μαρία Ευθυμίου, Θάνος Βερέμης, Γιώργος Μαργαρίτης). Πάντως στην επιστημονική εκδοχή της ιστορίας.
Ωστόσο η δημόσια ιστορία, η κοινή αντίληψη, έχει τροφοδοτηθεί από παλιά με κάποιους μύθους που, ευτυχώς , τα τελευταία χρόνια έχουν χάσει την άλλοτε κυρίαρχη θέση τους ακόμη και στην ίδια, τη μάλλον συντηρητική, ελληνική εκπαίδευση. Κλασικά παραδείγματα τέτοιων μύθων, το κρυφό σχολειό και η κήρυξη της Επανάστασης την 25η Μαρτίου (χρόνος) και μάλιστα στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας (τόπος). Και οι δύο εθνικοί μύθοι, όλα δείχνουν ότι φιλοτεχνήθηκαν για να εντάξουν την Ιεραρχία της Εκκλησίας στο αφήγημα της Επανάστασης. Διάφορες μελέτες όμως, όπως του Άλκη Αγγέλου ήδη από τη δεκαετία του 1970, η ίδια η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, συλλογική συγγραφή δύο δεκαετιών, έχουν καταδείξει ότι αυτά αποτελούν «κατασκευή». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι κληρικοί δεν συμμετείχαν και δεν διακρίθηκαν ως μονάδες στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας (Αθανάσιος Διάκος, Παπαφλέσσας, Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.α). Τα γεγονότα δείχνουν ότι οι επαναστάτες απελευθέρωσαν την Νότια Πελοπόννησο (Καλαμάτα και γενικότερα η Μεσσηνία ) ημέρες πριν την ημέρα του Ευαγγελισμού, ότι την ευλογία των λαβάρων της Επανάστασης την επινόησε ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ, ενώ άλλοι ιστορικοί της εποχής (Σπ.Τρικούπης ), οι αγωνιστές και ούτε καν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στα απομνημονεύματά τους δεν αναφέρουν ένα τέτοιο γεγονός. Αυτούς τους μύθους λοιπόν οφείλουμε να τους αφήσουμε πίσω μας, καθώς «εθνικόν είναι το αληθές», όπως μας δίδαξε και ο εθνικός μας ποιητής.
Για να επιτύχουμε λοιπόν μια τεκμηριωμένη και ωφέλιμη για τα παιδιά μας πρόσληψη της καθοριστικής για τη συλλογική μας ταυτότητα αυτής περιόδου ,ως εκπαιδευτικός βρίσκω χρήσιμο να ξεκινήσουμε με κάποιες παραδοχές:
1. Η Ελληνική επανάσταση ξεκίνησε σε εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες ιδιαίτερα ρευστές. Διεθνώς, ξεκίνησε στην εποχή της παντοκρατορίας της Ιερής Συμμαχίας που εχθρευόταν κάθε κοινωνικό ή εθνικό κίνημα που θα συνιστούσε αμφισβήτηση του status quo στην μεταναπολεόντεια Ευρώπη. Εσωτερικά, στον οθωμανοκρατούμενο ελληνικό χώρο, αναδύονταν νέες ελίτ, επηρεασμένες από τον Διαφωτισμό και την Γαλλική Επανάσταση και αμφισβητούσαν τις παραδοσιακές που είχαν διαμορφωθεί μέσα στο οθωμανικό καθεστώς. Κεντρικό ρόλο σε αυτή την εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων διαδραμάτισαν μέλη της Διασποράς ως φορείς των νέων ιδεών και ως χρηματοδότες των εκδοτικών και επαναστατικών προσπαθειών. Εκπρόσωποι αυτών των νέων ελίτ μυήθηκαν από την αρχή στη Φιλική Εταιρεία και διεκδίκησαν την ηγεσία του Αγώνα.
2.Οι κύριες ταυτότητες των «πολλών» που στρατεύτηκαν στον Αγώνα ήταν η θρησκευτική (Ρωμιοί=χριστιανοί ορθόδοξοι μέλη του Ρουμ μιλέτ) και οι πανίσχυρες τοπικές που οδήγησαν και σε εσωτερικές συγκρούσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δεύτερος Εμφύλιος του 1824 πήρε ταυτόχρονα τον χαρακτήρα της σύγκρουσης Βουλευτικού -Εκτελεστικού και οδηγήθηκε στην αντιπαράθεση Μωραϊτών από τη μια πλευρά και των Ρουμελιωτών με Σπετσιώτες και Υδραίους. Η εθνική ενότητα έρχεται μαζί με την απειλή του Ιμπραήμ …
3. Η ευρωπαϊκή ανάμειξη είτε ως συμμετοχή στον Αγώνα των Φιλελλήνων από την αρχή, ή ως διπλωματική και στρατιωτική ανάμειξη των μεγάλων δυνάμεων με κορυφαία και καθοριστική στιγμή τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, ήταν καταλυτική. Χωρίς αυτήν, μάλλον η χώρα μας δεν θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της το 1830. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελληνική Επανάσταση δημιούργησε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην Βαλκανική και επανέφερε το επιτυχώς επαναστατικό πνεύμα στην ευρωπαϊκή ήπειρο (των Σέρβων ήταν αυτόνομου και φόρου υποτελές στην Πύλη ).
4. Υπήρχαν πολλές προσδοκίες από την ίδρυση ενός νέου κράτους με αρκετούς από τους συμμετέχοντες να επιδιώκουν αξιώματα, πράγμα που οδήγησε σε μετέπειτα συγκρούσεις. Τέτοιες διαδραματίστηκαν και στα πρώτα βήματα του νεοπαγούς κράτους όπως τον εμφύλιο του 1831-33 καθώς και στην πολιτική σύγκρουση των αυτοχθόνων-ετεροχθόνων το 1843-44 που αποτελούσε δεύτερο γύρο των λογαριασμών που δεν είχαν ξεκαθαρίσει κατά την Επανάσταση.
Με δεδομένα αυτά οφείλουμε να φωτίσουμε το παρελθόν μας, όχι με αποστειρωμένο δασκαλίστικο τρόπο αλλά με γήινο, συνολικό, αποϊδεολογικοποιημένο και ανθρώπινο. Να νοιώσουμε την αδικία που υπέστη ο Κολοκοτρώνης, να χαρούμε την αθυρόστομη αφοβία του Καραϊσκάκη, να πικραθούμε με την προδοσία σε βάρος του Οδυσσέα Ανδρούτσου, κατανοώντας την εποχή τους και εκτιμώντας το επίτευγμα της δημιουργίας ενός εθνικού κράτους από ανθρώπους που δεν ήξεραν ούτε πως είναι κάτι τέτοιο. Και τότε ίσως ανακαλύψουμε ότι δεν έχουμε ανάγκη καμία άνωθεν επιβαλλόμενη κατασκευή για να αισθανθούμε εθνική ανάταση, για να γαλουχήσουμε τα παιδιά μας, παρά μόνο να αφουγκραστούμε το παρελθόν, το συναρπαστικό αγώνα των μαχητών του 21 για τη λευτεριά.
ΥΓ: Κάποιες βιβλιογραφικές προτάσεις
Κριτικό Λεξικό για το 1821,
Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης επιμέλεια Πασχάλης Κιτρομηλίδης ,Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.(υπό έκδοση)Φουστανέλες και χλαμύδες, Ιστορική μνήμη και Εθνική ταυτότητα 1821- 1930,
Χριστίνα Κουλούρη ,εκδόσεις Αλεξάνδρεια